- υποχρεος
- ὑπόχρεος2Polyb. = ὑπόχρεως См. υποχρεως
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόχρεος — indebted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόχρεος — η, ο / ὑπόχρεος, ον, ΝΑ, και υπόχρεως Ν, και ὑπόχρεως, ων, Α νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποχρέωση να κάνει κάτι 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον, υποχρεωμένος («σού είμαι υπόχρεος για την εξυπηρέτηση που μού έκανες») 3. (νομ.) αυτός που … Dictionary of Greek
υπόχρεος — η, ο 1. αυτός που έχει χρέος, που οφείλει να πράξει κάτι: Είμαι υπόχρεος να πληρώσω. 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόχρεον — ὑπόχρεος indebted masc/fem acc sg ὑπόχρεος indebted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχρέου — ὑπόχρεος indebted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχρέους — ὑπόχρεος indebted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχρέων — ὑπόχρεος indebted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχρέῳ — ὑπόχρεος indebted masc/fem/neut dat sg ὑπόχρεως indebted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχρεοι — ὑπόχρεος indebted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
ανυπόχρεος — ον κ. χρεως, χρεων 1. αυτός που δεν έχει υποχρέωση, που δεν χρωστάει χάρη σε κάποιον 2. όποιος δεν έχει οικονομικές υποχρεώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υπόχρεος. Η λ. μαρτυρείται στον Διομήδη Κυριάκο] … Dictionary of Greek